Αφιέρωμα στον ήρωά μας Κώστα Πίττα

kostas-pittas

Ένα αφιέρωμα στην αθάνατη μνήμη των ηρώων Κώστα Πίττα από τα Πάναγρα , Νίκου Ελευθερίου από την Πεντάγιυα, Μιχαλάκη Σκουφάρη από την Ευρύχου και Παναγιώτη Αβραάμ από το Λάρνακα Λαπήθου.
Κάθε χρόνο ,αυτές τις ζεστές μέρες του Ιούλη, συνηθίζω να φυλλομετρώ το ημερολόγιο μου. Νιώθω κάποια εσωτερική ανάγκη να φρεσκάρω στο μυαλό μου εκείνα τα αλησμόνητα τρομερά γεγονότα του Ιούλη του 1974...
Έχω τώρα στα χέρια μου το Απολυτήριο ενός αξέχαστου φίλου και συναγωνιστή, που το φυλάω σαν ιερό κειμήλιο. Με βουρκωμένα μάτια κοιτάζω τη μικρή φωτογραφία του στο κάτω μέρος του Απολυτηρίου, που με κοιτάζει βουβή και αμίλητη , και με τα μάτια της φαντασίας των ξαναζωντανεύω:
«Καταδρομέας Κώστας Πίττας του Αντρέα και της μαρίνας , ηλικίας 20 χρονών , από τα Πάναγρα της Κερύνειας, από τα Πάναγρα Οκτατάξια Σχολή Μέσης Παιδείας, άριστης Διαγωγής..»
Και προσθέτω:
Με τη γνωριμία μας στο μέτωπο αναπτύχθηκε ανάμεσα μας μια πραγματική φιλία, που κράτησε όμως τόσο λίγο...
Ήταν ένα διαλεκτό μέλος της Διμοιρίας Εφέδρων Καταδρομέων , που είχα την τύχη ή την ατυχία να διοικώ στη διάρκεια της τουρκικής εισβολής του 1974.
Έπεσε ηρωικά στη φοβερή μάχη της 31ης του Ιούλη 1974 ενάντια στον τουρκικό Αττίλα, στην περιοχή του χωρίου μου Λάρνακα Λαπήθου, όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή και άλλοι αγαπητοί και διαλεκτοί φίλοι, όπως ήταν οι Ελευθερίου, Σκουφάρη και Αβραάμ...
Αλλά , ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Βρεθήκαμε στις πρώτες εκείνες μέρες της προδοσίας και της εισβολής στην περιοχή «Έξι Μίλι» της Κερύνειας , με αποστολή μας να παρεμποδίσουμε προέλαση του εχθρού, που είχε κιόλας αποβιβαστεί.
Η διμοιρία μας αριθμούσε συνολικά 34 εφέδρους καταδρομείς , ανάμεσα στους οποίους και ο 20χρονός Κώστας Πίττας από τα Πάναγρα .
Κρυμμένοι μέσα στα εγκαταλειμμένα παραθαλάσσια σπίτια της περιοχής ή πίσω από τους βράχους της άλλοτε γραφικής ακρογιαλιάς και οπλισμένοι με μερικά παλιού τύπου ελαφρά τυφέκια, που μπορέσαμε να εξασφαλίσουμε με δική μας πρωτοβουλία από διάφορες πηγές , είχαμε τα μάτια μας καρφωμένα κάπου 350-400 μετρά μπροστά μας στο άνοιγμα του κόλπου , ακριβώς κάτω από το πασίγνωστο παραθαλάσσιο κέντρο της περιοχής.
Το θέαμα δεν είχε τίποτα το κοινό με τη γνωστή παραθαλάσσια πλαζ , που μέχρι χθες πλημμύριζε από ντόπιους και ξένους λουόμενους.
Τα χαρούμενα παιδικά ξεφωνητά και οι ξέγνοιαστες νεανικές μελωδικές φωνές, που συνόδευαν πάντοτε το κολύμπι και την ηλιοθεραπεία παραχώρησαν τη θέση τους στα άγρια μουγκρητά των πολεμικών τανκς, που κατέβαιναν ανενόχλητα από τα αρματαγωγά του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, που είχαν προσεγγίσει τη στεριά , με την άνεση που νιώθει κάποιος , πραγματοποιώντας επίσκεψη σε φιλικό του σπίτι.
Είχαν κιόλας παρέλθει δύο με τρεις μέρες από την πρώτη απόβαση και οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να αποβιβάζουν ανενόχλητοι άρματα μάχης και στρατιωτικό υλικό, σε διάφορα μέρη της Κερυνιώτικης παραλίας, ενώ ο στρατός τους είχε κιόλας ανοίξει ορύγματα στα υψώματα που δέσποζαν της περιοχής κόλπου.
Για μας, που μας κουβάλησαν εδώ με το σούρουπο , το θέαμα αυτό ήταν ένας εφιάλτης, που μας γέννησε αμέσως το αίσθημα του φόβου και του τρόμου , καθώς συνειδητοποιούσαμε τον κίνδυνο , που διατρέχαμε, τόσο σαν άτομα , όσο και σαν πατρίδα... Η σκέψη πως από λεπτό σε λεπτό ήταν πιθανό τα άρματα μάχης να κυλήσουν στις αλυσίδες τους και να βρεθούν πάνω στα πρόχειρα καταφύγια, που φτιάξαμε , μας κέρωνε. Είχαμε επίγνωση της τραγικότητας της θέσης μας, γιατί ξέραμε καλά την αδυναμία μας να τα βάλουμε με τα τανκς , τα εχθρικά κανόνια και τα πολεμικά πλοία , παρατάσσοντας μόνο τα πυρά των ελαφρών τυφεκίων , που κρατούσαμε.
Κι αν κρατιόμαστε ακόμα στις θέσεις μας και δεν το βάζουμε στα πόδια, ήταν γιατί πρώτα-πρώτα ντρεπόμαστε σαν καταδρομείς που είμαστε, (έστω και έφεδροι, αγύμναστοι οικογενειάρχες οι περισσότεροι) να δείξουμε πως δειλιάζουμε , αλλά και για τι είχαμε πάρει σαφείς υποσχέσεις , πως πολύ σύντομα θα μας έφερναν σημαντικές ενισχύσεις και βαρύ οπλισμό , ικανό να μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο....
Οι ώρες όμως περνούσαν και η δυσάρεστη διαπίστωση πως οι υποσχέσεις, που μας δόθηκαν , αργούσαν πολύ να εκπληρωθούν, μετέτρεπε την ανησυχία μας σε ένταση νεύρων. Η αναμονή αυτή άγγιζε τα όρια δραματικής αγωνίας, καθώς βλέπουμε τα άρματα να ξεχύνονται σαν κοπάδια τριγύρω μας και να παίρνουν θέσεις μάχης μόνο 400 μέτρα μπροστά μας. Νιώθουμε μέσα μας άμεση ανάγκη κάποιας εμψύχωσης , έτσι που να τονωθεί κάπως το ηθικό μας και να μπορέσουμε να κρατηθούμε...
Μια όμως που τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνει , αρκεστήκαμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Ιδιαίτερα τα βράδια, που φυλάγαμε σκοπιά , αποφασίσαμε να καταργήσουμε τις βάρδιες και να μένουμε όλοι άγρυπνοι. Την τελευταία νύκτα είχαμε αντιληφθεί κινήσεις εχθρικών περιπόλων να πλησιάζουν τις θέσεις μας, πράγμα που μας έβαλε σε μεγαλύτερες ανησυχίες και ανύψωσε την αγωνία μας , στα πιο ψηλά επίπεδα απόγνωσης...
Κι ήταν ακριβώς σ' αυτές τες κρίσιμες στιγμές που μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω την ευψυχία και το παράτολμο θάρρος του Κώστα Πίττα. Εκεί που όλοι μας παραδοθήκαμε στα χέρια μιας παθητικής αναμονής με την ελπίδα πως κάτι καλύτερο θα μας φέρει η αυγή που ρόδιζε κιόλας ο Πίττας άρπαζε το μπρεν του και κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα μου φώναξε:
- Θα χτυπήσω τα πλοία με το μπρεν .Δεν ανέχομαι άλλο αυτή την κατάσταση κ. ανθυπολοχαγέ. Δεν ήρθαμε εδώ να επιτηρούμε την τουρκική αποβίβαση. Που είναι τα πυροβόλα και τα αντιαρματικά μας; Ποιος είναι ο ρόλος μας εδώ; Γιατί μας έστειλαν με προπολεμικά τυφέκια στο στόμα του λύκου; «Παρά σκοτωμένος καλύτερα φονιάς». Θα βάλω εναντίον των πλοίων με το μπρεν.
Είναι με πολύ μεγάλη δυσκολία που μπόρεσα να τον συγκρατήσω , τονίζοντας του τις αυστηρές διαταγές που είχαμε , να μην ανοίξουμε πρώτοι πυρ για κανένα λόγο, και υποδεικνύοντας του τον κίνδυνο που μας απειλούσε σε τυχόν τέτοιο εγχείρημα του.
Όμως το ξέσπασμα αυτό της αγανάκτησης του Πίττα δημιούργησε ανάμεσα μας ένα κλίμα αλλαγής και μια ατμόσφαιρα αντίκρυσης της κατάστασης με μεγαλύτερη πίστη και αισιοδοξία.
Παρόμοια ξεσπάσματα και διαβήματα από τον Πίττα , που τόνωσαν το ηθικό μας είχαμε αρκετά συχνά...
Τις δύσκολες αυτές μέρες που περάσαμε στο «Έξι Μίλι». Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και μια άλλη πτυχή του χαρακτήρα του Πίττα.
Ένα σούρουπα, καθώς περιπολούσε κοντά στις θέσεις μας, αντάμωσε ένα κοπάδι νηστικά περιστέρια. Ξέχασε αμέσως τη δική μας απελπιστική θέση κι άρχισε να ψάχνει τα σπίτια τριγύρω. Άνοιγε πόρτες και παράθυρα , έμπαινε σε κελάρια και αποθήκες . Και σταμάτησε μόνο σαν βρήκε ένα μικρό υποστατικό με σιτάρι. Πήρε τότε μι δυο φούχτες σπόρους και έριξε στα νηστικά περιστέρια. Εκείνα χύθηκαν αμέσως τριγύρω του να χορτάσουν την πείνα τους. Φεύγοντας φρόντισε να αφήσει ανοικτό το παράθυρο του υποστατικού για να μπορούν τα περιστέρια να ξαναπεράσουν από εκεί , όταν θα ξαναπεινούσαν...
Έκρυβε λοιπόν πλούσια αισθήματα μέσα του ο Πίττας, γιατί μόνο λεπτοί χαρακτήρες θα μπορούσαν να δείξουν τόσο ευαισθησία σε μια τέτοια περίπτωση.
Φαίνεται όμως πως ο Κώστας προαισθανόταν , έστω και αόριστα το τέλος του. Μια άλλη μέρα βρήκε στα εγκαταλειμμένα σπίτια της περιοχής μια φωτογραφική μηχανή. Την πήρε και κατευθύνθηκε στην παραλία και κρυμμένος πίσω από τους βράχους πλησίασε όσο μπορούσε περισσότερο τα τουρκικά αποβιβαστικά πλοία , πήρε αρκετές φωτογραφίες αποδεικτικές της εχθρικής δραστηριότητας στην περιοχή. Ύστερα ξαναγύρισε κοντά μας και μας είπε:
-Κύριε ανθυπολοχαγέ κανένας μας δεν ξέρει τι μας περιμένει εδώ. Μια και βρέθηκε αυτό το μηχανάκι , ελάτε να πάρουμε όλοι μαζί λίγες φωτογραφίες. Μπορεί να μείνουν ενθύμιο.
Και πραγματικά τράβηξε αρκετές φωτογραφίες εκείνη τη μέρα.
Το ίδιο πνεύμα αυτοθυσίας διάκρινε τον Κώστα Πίττα και αργότερα, όταν η διμοιρία μας διατάχθηκε – ύστερα από αντικατάσταση της στο «Έξι Μίλι» - να μετακινηθεί στις νότιες, παρυφές του Πενταδακτύλου, στον Κυπαρισσόβουνο.
Αποστολή μας ήταν να επισημάνουμε τον εχθρό στην περιοχή αυτή, γιατί υπήρχαν πληροφορίες πώς – στη διάρκεια της εκεχειρίας – μεγάλες εχθρικές δυνάμεις πεζικού, που συνοδεύονταν από άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα, είχαν διασπάσει τη γραμμή Γομαρίστρας. Βόρεια της Λαπήθου , κι είχαν κατευθυνθεί στην περιοχή του χωρίου Σύσκληπος. Κανένας όμως δεν γνώριζε ,μέχρι που είχαν προχωρήσει και μέχρι ποιο βαθμό απειλούσαν την ασφάλεια των δυνάμεων μας, που βρίσκονταν στο βορρά και κινδύνευαν να βρεθούν ξαφνικά κυκλωμένες.
Η διμοιρία μας. Ύστερα από κοπιαστικές και επικίνδυνες περιπέτειες , κατάφερε να εντοπίσει τον εχθρό και να επισημάνει τις θέσεις του στα υψώματα γύρω από το χωρίο Σύσκληπος και κατά μήκος του δρόμου Γομαρίστρας- Συσκλήπου.
Πήραμε τότε οδηγίες να παραταχτούμε στο αντικρινό ύψωμα, στις νότιες κορυφές του Κυπαρισσόβουνου, βορειοανατολικά του Αγριδακίου, για να δίνουμε τις τόσο απαραίτητες πληροφορίες στην διοίκηση, σχετικά με τις εχθρικές κινήσεις και προθέσεις και να εμποδίσουμε τυχόν νέα προσπάθεια προέλασης.
Στο μεταξύ είχαμε πεισθεί πως με την υπογραφή της εκεχειρίας τα πράγματα θα έπαιρναν κάποιο τέλος, δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τον μεγάλο κίνδυνο, που μας απειλούσε και πάλι.
Έτσι, τα χαράματα της 31ης του Ιούλη του 1974, βρεθήκαμε μπροστά σε μια ασύλληπτη έκπληξη, όταν -χωρίς την παραμικρή από μέρους μας πρόκληση και εντελώς απροσδόκητα- διακρίναμε κάπου στα 500 μέτρα μπροστά μας ,ανάμεσα στην πυκνή ομίχλη, τις σκιές των αντρών ενός οργανωμένου τούρκικου τάγματος να προχωρούν πάνοπλοι προς τις θέσεις μας.
Στην αρχή μας φάνηκε απίστευτο το γεγονός, γιατί εμείς τηρήσαμε αυστηρά την εκεχειρία, σύμφωνα με τις οδηγίες που μας δόθηκαν και αναμέναμε ανάλογη ανταπόκριση και από τον αντίπαλο. Γρήγορα όμως θυμηθήκαμε πως ο αντίπαλος μας ήταν ο Αττίλας και συνειδητοποιήσαμε ότι γι' αυτό δεν υπήρχαν δεσμεύσεις και συμφωνίες.
Ανασυντάξαμε αμέσως τις λιγοστές μας δυνάμεις, ειδοποιήσαμε σχετικά την Διοίκηση του Τάγματος για αποστολή ενισχύσεως και αφού ανταλλάξαμε στα γρήγορα μερικές απόψεις ακροβολιστήκαμε σε αρκετή απόσταση ο ένας από τον άλλο για να μπορέσουμε οι λιγοστοί να καλύψουμε όλη την έκταση του υψώματος. Οχυρωθήκαμε ύστερα όσο μπορούσαμε καλύτερα πίσω από πέτρες και περιμέναμε.
Δεν το κρύβω πως νιώθαμε ολότελα ανίσχυροι έναντι του αντιπάλου. Πως ήταν δυνατό μια διμοιρία εφέδρων να αναμετρηθεί με ένα τάγμα μόνιμων στρατιωτών, τέλεια οργανωμένο και εξοπλισμένο, που - πέρα από τα πολυβόλα που κουβαλούσε μαζί του- είχε πίσω μια ακατανίκητη υποστήριξη πυρός. Ποια αναμέτρηση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα στα δικά μας ελαφριά τυφέκια και τα μετρημένα πυρομαχικά μας και στα αμέτρητα βλήματα των όλμων του εχθρού, τα άρματα μάχης και τα πυροβόλα του;
Κι όμως ! Αποφασίσαμε να αντισταθούμε, θυμηθήκαμε το σύνθημα του καταδρομέα : « Ο ΤΟΛΜΩΝ ΝΙΚΑ». Από το μυαλό μας πέρασε σαν αστραπή το χρέος μας έναντι στην ιστορία μας, στις οικογένειες μας, στις πατρογονικές μας εστίες. Δεν μπορούσαμε να βάλουμε στα πόδια σαν λαγοί.
Αυτό θα ήταν ατίμωση, θα ήταν προδοσία. Η κατάσταση ήταν τραγική. Όλοι οι παράγοντες διαγράφονταν αρνητικοί για την δική μας μεριά. Ο κίνδυνος αφανισμού μας ήταν εξόφθαλμος και άμεσος. Κανένας μας δεν έτρεφε αυταπάτες. Πολλοί, οι περισσότεροι είχαν αμφιβολίες για τη σκοπιμότητα της απόφασης μας να αντισταθούμε. Καθένας μας, όμως κράτησε τις αμφιβολίες του για τον εαυτό του. Ξέραμε πως δεν είχαμε άλλη επιλογή.
Προσωπικά στήριζα κάποιες ελπίδες σε δυο πραγματικότητες :
1. Στο γεγονός πως το ύψωμα μας δέσποζε της περιοχής και μας παρείχε φυσική κάλυψη και
2. Στην διαπίστωση πως τα εχθρικά άρματα μάχης ήταν αδύνατο να π[ας πλησιάζουν, γιατί δεν θα μπορούσαν να σκαρφαλώσουν στο απόκρημνο ύψωμα , που είχαμε οχυρωθεί.
Φυσικά αναμέναμε επιπρόσθετα και ενισχύσεις. Οι σκέψεις όμως αυτές δεν μείωναν καθόλου την απογοητευτική μας πραγματικότητα. Εκατοντάδες πάνοπλοι Τούρκοι στρατιώτες είχαν κιόλας πλησιάσει μέχρι 200-250 μέτρα το ύψωμά μας. Προσπαθούσαν να μας δημιουργήσουν την εντύπωση πως δεν είχαν σκοπό να μας χτυπήσουν, ενώ παράλληλα προωθούσαν άντρες από κάποιο στενό σημείο στους πρόποδες του βουνού, με σκοπό να μα κυκλώσουν από τα βόρεια. Η εξέλιξη αυτή δημιουργούσε για μας μια πραγματική απελπιστική κατάσταση.
Ήταν τότε, σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή, που ακούστηκε αποφασιστική η φωνή Κώστα Πίττα, που έδωσε σ' όλους κουράγιο κι ανύψωσε το ηθικό μας:
-Τι χασομερούμε, λοιπόν; Εμπρός να πάρουμε τις θέσεις μας κι ο θεός βοηθός. Οι Τούρκοι δεν θα περάσουν ,όσο είμαστε ζωντανοί.
Τα λόγια του μας έκαναν να ανατριχιάσουμε από συγκίνηση. Ο κύβος είχε πια ριχτεί, και δεν υπήρχε κανένας δρόμος για γυρισμό.
Είδα τον Πίττα να φορτώνει το οπλοπολυβόλο του και μα ψάχνει για κατάλληλη θέση στο βάθος μια σπηλιάς λίγο νοτιότερα. Εγώ προωθηθήκαμε με τρεις άλλους βασικότερα, στο σημείο που οι Τούρκοι προχωρούσαν για να μας κυκλώσουν... Μόλις που προλάβαμε!
Η εξέλιξη ήταν τρομερή. Μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούμε. Δεν είχαμε παρά να χτυπήσουμε πρώτοι. Με την πρώτη βολή ένας Τούρκος αξιωματικός , που καθοδηγούσε τους άντρες του μόλις 150-200 μπροστά μας, έπεφτε νεκρός.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων η φωτιά της μάχης ξαπλώθηκε σόλο το μήκος της γραμμής μας. Ταυτόχρονα, πέρα από τα πυκνά πυρά των Τούρκων στρατιωτών, που είχαμε απέναντι μας δεχόμαστε ανελέητα τα καταιγιστικά πυρά των όπλων υποστήριξης του εχθρού από το απέναντι ύψωμα, λες και βάλθηκαν να μας θάψουν ζωντανούς. Πάνω από τα κεφάλια μας σφύριζε δαιμονισμένα το καυτό μολύβι του θανάτου. Ολάκερη η περιοχή τριγύρω μας παραδόθηκε στις φλόγες , που προξένησαν τα εχθρικά εμπρηστικά βλήματα. Ζούσαμε μέσα σε μια πραγματική κόλαση πυρός.
Σφίξαμε όμως τα δόντια , καταπνίξαμε τα συναισθήματα μας και ξεχνώντας το τι γινόταν γύρω μας προσηλωθήκαμε στον εχθρό , που βρισκόταν απέναντι μας. Παρατηρούσαμε κάθε κίνηση και μόλις μας δινόταν στόχος ανοίγαμε πυρ. Προσέχαμε πολύ τις βολές μας, γιατί έπρεπε να κάνουμε αυστηρές οικονομίες στο περιορισμένα πυρομαχικά μας. Με αυτή την τακτική δεν δώσαμε την ευκαιρία στον εχθρό να προωθηθεί ούτε ένα βήμα.
Παράλληλα ενημέρωνα με τον ασύρματο τη Διοίκηση για την πορεία της μάχης και ζητούσα επίμονα ενισχύσεις. Ανησυχούσα για την καθυστέρηση, αλλά είχα πια διαβεβαιωθεί πως μπορούσαμε να κρατήσουμε καθηλωμένο τον εχθρό. Όλα τα παιδιά φάνηκαν γενναιόψυχα και πίστεψαν στις δυνάμεις τους, Κατάλαβαν ότι ο εχθρός , ύστερα από τα πολύ σοβαρά πλήγματα που δέχτηκε και τις φοβερές απώλειες σε έμψυχο υλικό, που είχε, δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσει προέλαση.
Το οπλοπολυβόλο μπρεν του Πίττα έκανε χρυσές δουλειές. Η ανταλλαγή πυρών συνεχιζόταν αμείωτη.
Φτάσαμε κιόλας στο απόγευμα κι η ενίσχυση που περιμέναμε δεν έφτασε. Περιοριστήκαμε βασικά στα πυρά των ελαφρών όπλων, που διαθέταμε, και στα πυρά υποστήριξης που μας παρείχε το τάγμα με μια διμοιρία , που βρισκόταν στα υψώματα πίσω από τις θέσεις μας.
Μια-δυο ώρες πριν το ηλιοβασίλεμα, έφτασαν , επιτέλους , ενισχύσεις. Ήταν μια διμοιρία κάτω από τη διοίκηση ενός Κρητικού ανθυπολοχαγού (Μπιτσάκη). Η βοήθεια τους ήταν πολύ θετική. Τα πυρά μας τώρα διπλασιάστηκαν και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν σιγά-σιγά στις αρχικές τους θέσεις 800-1000 μέτρα μακριά.
Σε λίγο όμως, ενώ νομίζαμε πως όλα πήγαιναν προς το τέλος, δεχτήκαμε αναπάντεχα τα πυρά του πυροβολικού των Τούρκων, που στάθμευε απέναντι μας, μέχρι την ώρα εκείνη ελάχιστα είχε χρησιμοποιηθεί, ίσως γιατί οι δικές τους δυνάμεις ήταν πολύ κοντά στις δικές μας θέσεις κι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να βληθούν.
Ομολογώ πως αυτή η νέα εμπειρία ήταν για μας κάτι ολότελα απρόσμενο και απερίγραπτο. Ουδέποτε μπορούσα να φανταστώ πως ήταν δυνατό κάθε βολή πυροβόλου να αφανίζει κυριολεκτικά τα πάντα στο διάβα της σε διάμετρο 10-15 μέτρων. Είναι ίσως ενδεικτικό να αναφέρω πως κάθε φορά που δεχόμασταν βολές πυροβόλων χάναμε την αίσθηση της πραγματικότητας και αμφιβάλλαμε αν βρισκόμασταν στη ζωή ή αν είχαμε κιόλας δρασκελίσει τα σκαλιά, που οδηγούν στα βασίλεια του κάτω κόσμου. Καθώς οι βολές αυτές περνούσαν δίπλα μας, έγλυφαν κυριολεκτικά το βραχώδες έδαφος και παρέσυραν στη δαιμονισμένη πορεία τους οτιδήποτε συναντούσαν στο δρόμο τους. Τα κλωνάρια των πεύκων έσπαζαν στα κουκουνάρια ανάπτυσσαν ξαφνικά ταχύτητα καθώς έφευγαν από τα δέντρα, οι πέτρες και τα λιθάρια μετακινούνταν, οι εκκωφαντικές εκρήξεις μας ξεκούφαιναν , οι καπνοί και τα σύννεφα της σκόνης μας έπνιγαν, ενώ ο πανικός και η γνήσια γεύση του θανάτου μας έκοβαν συνέχεις την ανάσα...
Ο ήλιος κόντευε πια στη δύση και το φως της φοβερής αυτής μέρας χανόταν κάτω από το βαρύ πέπλο της νύκτας, που πλησίαζε. Για μια ακόμα φορά ελπίζουμε πως το σκοτάδι θα μας έδινε την ευκαιρία να απαλλαγούμε από το σημερινό εφιάλτη. Και ευτυχώς οι προσδοκίες μας δεν διαψεύσθηκαν. Γιατί , σαν βράδιασε για καλά η μάχη κόπασε. Και τότε μόνο μπορέσαμε να μετακινηθούμε από τις θέσεις μας που μας κράτησαν ξαπλωμένους στα βράχια από τα χαράματα μέχρι τα βράδυ.
Ενώ όμως περιμέναμε αυτή την ευκαιρία για να ξεκουραστούμε το σώμα και να ξεδιψάσουμε τα χείλη, άλλες μαύρες έγνοιες μας ήρθαν στο κεφάλι. Κι ήταν οι έγνοιες αυτές πολύ χειρότερες από τη σκληρή δοκιμασία της μέρας, που μας άφηνε.
Πριν καλά-καλά κατηφορίσω από το ύψωμα, που υπεράσπιζα με τους συντρόφους μου, ένας καταδρομέας μου φώναξε:
-Κύριε ανθυπολοχαγέ, ο Πίττας είναι σοβαρά τραυματισμένος και δεν μπορεί να κινηθεί από τη θέση του.
Ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. Έτρεξα αμέσως προς τη θέση του Πίττα. Κατεβαίνοντας πληροφορήθηκα πως οι βολές του πολυβόλου του Πίττα ήταν τρομερά πετυχημένες στη διάρκεια της μάχης, γιατί η θέση που διάλεξε στο άνοιγμα μιας σπηλιάς ήταν πολύ ευνοϊκή. Σαν σουρούπωσε όμως οι βολές του άφηναν κάποια λάμψη , που αντανακλούσε στο βάθος της σπηλιάς. Έτσι η θέση του έγινε αντιληπτή από τον εχθρό. Κι εντελώς αναπάντεχα δέχθηκε προς το τέλος της μάχης μια βολή πυροβόλου, στάθηκε αρκετή να τραυματίσει πολύ σοβαρά τον ίδια στο μέτωπο και κάπως ελαφρότερα τους δύο συντρόφους του, που κατάφεραν με δυσκολία να συρθούν σιγά-σιγά και να μεταφερθούν μόλις πριν λίγο στο νοσοκομείο από άλλους συναδέλφους μας...
Σαν πλησίασα τη θέση του Πίττα αντιλήφθηκα πως μερικοί συνάδελφοι με είχαν κιόλας προλάβει. Πήραμε με προσοχή το λιπόθυμο τραυματία στα χέρια και μέσα από τις κακοτοπιές και τι σκοτάδι τον κουβαλήσαμε στο χωρίο Αγριδάκι.
...Που να θυμηθώ εκείνη την ώρα να πάω το σακίδια του, μέσα στο οποίο βρισκόταν και το «μηχανάκι» με τις αναμνηστικές φωτογραφίες , που πήρε στο «Έξι Μίλι».
Σαν φτάσαμε στο χωρίο βρήκαμε ένα αυτοκίνητο. Μαζί με κάποιο συγγενή του ,τον Μιχαλάκη Αλεξάνδρου από τη Πάναγρα τραβήξαμε νυχτιάτικα για τη Μόρφου. Η αγωνία που ζήσαμε την ώρα της διαδρομής δεν περιγράφεται. Ο Κώστας έχανε διαρκώς αίμα... Το τραύμα στο μέτωπο ήταν μεγάλο κι αυτό μας φόβιζε πολύ. Πιο ύστερα σκεφτήκαμε πως δυνατό να είχε και εσωτερική αιμορραγία. Το μόνο σημείο που μας έδινε κουράγιο και ενδυνάμωνε την πίστη μας πως ήταν ακόμα ζωντανός ήταν ο «ρόγχος» που είχε συνέχεια στο δρόμο, αν και όσο περνούσε η ώρα αραίωνε και γινόταν πιο βαρύς και λιγότερο ζωηρός...
Κάποτε φτάσαμε στην κλινική των αδελφών Καλαβά (αν θυμάμαι καλά το όνομα) στη Μόρφου. Κουβαλήσαμε τον τραυματία στο ιατρεία και τον ξαπλώσαμε στο ντιβάνι του χειρουργείου. Θυμάμαι πως στη διάρκεια αυτής της μεταφοράς έχασε και πάλι πάρα πολύ αίμα.
Ο γιατρός κλείστηκε για λίγο μέσα και σχεδόν αμέσως άνοιξε την πόρτα πίσω μου και μου είπε:
-Εσείς είστε ο αρμόδιος αξιωματικός του ;
-Ναι.
-Λυπούμαι ειλικρινά. Είναι κιόλας πολύ αργά: Το τραύμα , που φέρε στο μέτωπο, είναι διαμπερές και δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί...
...Έμεινα για λίγο βουβός και απότομα ξέσπασα σ' ένα βουβό κλάμα. Δεν μπορούσα να το συλλάβω ... Πώς ήταν δυνατό ! Γιατί εκείνος κι όχι... Το τραύμα που φέρει στο μέτωπο... Ναι, στο μέτωπο , σκέφτηκα. Που αλλού μπορούσε να φέρει το τραύμα ο Πίττας; Μόνο στο μέτωπο! Γιατί ήταν ένας άλλος πραγματικός Μπότσαρης...
Σαν συνήλθα πως ήταν έμεναν κιόλας στη Μόρφου, διωγμένοι από το χωρίο τους. Τους είπαμε να ειδοποιήσουμε και τους γονείς του πρωί-πρωί για να τον επισκεφτούν στην κλινική. Τους είπαμε πως τραυματίστηκε ελαφρά από κάποια πτώση και τον κράτησαν για θεραπεία εκεί...
Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες παίρναμε με βαριά καρδιά το δρόμο του γυρισμού. Αφήναμε πίσω το φίλο, το συναγωνιστή, τον άνθρωπο.
Όμως το καθήκον μας καλούσε να πάμε ξανά στις θέσεις μας. Οι άλλοι θα μας περίμεναν εναγώνια... Είχαν ανάγκη και της δικής μας παρουσίας, γιατί και η άλλη μέρα προμηνυόταν θυελλώδης ...

Απόσπασμα από το «Ημερολόγιο του μαύρου Ιούλη του 1974» του κ. Σάββα Παυλίδη, δάσκαλου- Εφέδρου Ανθυπολοχαγού